- Φαλό
- ο, Νφρ. α) «τετραλογία τού Φαλό»ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτήςβ) «τριλογία τού Φαλό»ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς που συνίσταται σε συνδυασμό μεσοκολπικής επικοινωνίας, υπερτροφίας τής δεξιάς κοιλίας και στένωσης τής πνευμονικής αρτηρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι επιστημον. όροι, πρβλ. γαλλ. tetralogie de Fallot και trilogie de Fallot, από το όν. τού Γάλλου ιατροδικαστή E.L.Α. Fallot].
Dictionary of Greek. 2013.