Φαλό

Φαλό
ο, Ν
φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό»
ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής
β) «τριλογία τού Φαλό»
ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς που συνίσταται σε συνδυασμό μεσοκολπικής επικοινωνίας, υπερτροφίας τής δεξιάς κοιλίας και στένωσης τής πνευμονικής αρτηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι επιστημον. όροι, πρβλ. γαλλ. tetralogie de Fallot και trilogie de Fallot, από το όν. τού Γάλλου ιατροδικαστή E.L.Α. Fallot].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • τετραλογία — Ονομάστηκε τ. από τους αρχαίους Έλληνες η σύσταση ή ενότητα 4 λόγων ή διαλόγων. Η λέξη λόγος σημαίνει και τον μύθο ή την υπόθεση του δράματος. Γι’ αυτό τ. είναι η σύσταση 4 δραμάτων, από τα οποία τα 3 πρώτα είναι τραγωδίες και το τέταρτο σατυρικό …   Dictionary of Greek

  • φαλωτός — ή, όν, Μ αυτός που φέρει φάλο («φαλωταὶ περικεφαλαῑαι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”